- διαπόρθμευση
- [-ις (-εως)] η см. διαπεραίωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαπόρθμευση — η (Α διαπόρθμευσις, εως) [διαπορθμεύω] η διάβαση στην απέναντι όχθη ή ακτή μέσω πορθμείου … Dictionary of Greek
διαπορθμεύσῃ — διαπορθμεύω carry over aor subj mid 2nd sg διαπορθμεύω carry over aor subj act 3rd sg διαπορθμεύω carry over fut ind mid 2nd sg διαπορθμεύω carry over aor subj mid 2nd sg διαπορθμεύω carry over aor subj act 3rd sg διαπορθμεύω carry over fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεραίωση — η (Α διαπεραίωσις, εως) [διαπεραιώ] διαπόρθμευση, πέρασμα στην απέναντι πλευρά … Dictionary of Greek
πορθμίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορθμός 2. το πορθμείο, δηλαδή το σκάφος για διαπόρθμευση («πορθμίς, ἥτις διὰ πέτρας... Ἐλένην ἀπήγαγ ἐνθάδ », Ευρ.) 3. μτφ. τραπέζι με το οποίο προσφερόταν δεύτερη σειρά φαγητών («πορθμίδας πολλῶν ἀγαθῶν πάλιν εἴσφερον γεμούσας τὰς … Dictionary of Greek
πορθμεία — ἡ Α [πορθμεύω] 1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή, η διά θαλάσσης μεταφορά 2. το επάγγελμα τού πορθμέα … Dictionary of Greek
πορθμείο — το / πορθμεῑον, ιων. τ. πορθμήϊον, ΝΑ [πορθμός] 1. τόπος διαπόρθμευσης, δηλ. το σημείο απ όπου περνά κάποιος από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα 2. σκάφος με το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη ή ακτή («καὶ πορθμεῑα ἀνθρώπων μεστά,… … Dictionary of Greek
πορθμός — Αρχαία ελληνική πόλη στη δυτική ακτή της Εύβοιας, απέναντι στον Ωρωπό. Είχε κτιστεί από τον Φίλιππο, το 342 π.Χ. * * * ο, ΝΜΑ στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για… … Dictionary of Greek
πόρθμευμα — τὸ, Α [πορθμεύω] η διαπόρθμευση … Dictionary of Greek
πόρθμευση — η, Ν [πορθμεύω] η διαπόρθμευση, το πέρασμα με πορθμείο στην απέναντι όχθη ή ακτή … Dictionary of Greek
τράμπις — ιδος και επικ. τ. ιος, ἡ, Α 1. σκάφος κατάλληλο για διαπόρθμευση, πορθμίς* 2. είδος πλοίου, άκατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek